- ὑποψήφισις
- ὑποψήφ-ῐσις, εως, ἡ,A calculation; and [suff] ὑποψηφ-ιστής, οῦ, ὁ, calculator, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποψήφισις — ίσεως, ἡ, Α υπολογισμός με ψήφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψήφισις (< ψηφίζω)] … Dictionary of Greek